επιρροή

επιρροή
η (Α ἐπιρροή)
νεοελλ.
1. μτφ. επίδραση, επενέργεια, επηρεασμός, επιβολή («ασκεί μεγάλη επιρροή επάνω σου» — σέ επηρεάζει πολύ)
2. απόλ. μτφ. προσωπικό ή κοινωνικό ή πολιτικό κύρος, δύναμη («ἐχει μεγάλη επιρροή στην κυβέρνηση»)
3. δημοφιλία
4. (για πράγμ.) συμβολή σε κάτι, επίδραση
μσν.
(για το Αγιο Πνεύμα) επιφοίτηση
αρχ.
1. ροή πάνω σε κάτι ή σε περισσότερη ποσότητα, άφθονη ροή, πλημμύρα («κακαῑς ἐπιρροαῑσι βορβόρῳ θ’ ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων», Αισχύλ.)
2. (για φως) εκπομπή, διάχυση
3. (για τροφή) κάθοδος, διαδρομή από το στόμα προς το υπόλοιπο σώμα
4. ροή από ψηλότερο μέρος («φθάσαι βουλόμενος τήν ἐπιρροήν», Λουκιαν.)
5. (για ποταμό) ρεύμα
6. αγωγός, αυλάκι
7. πότισμα, άρδευση
8. (για γεγονότα, συμφορές κ.λπ.) συσσώρευση, πληθώρα, συρροή
9. (για αρρώστια) διάδοση, εξάπλωση
10. επάνοδος. Βλ. και επίρροια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιρρέω. Η αρχαία και κυριολεκτική σημ. τής λέξεως ήταν «ροή πάνω σε κάτι» ή «περισσότερη, άφθονη ροή», δηλ. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιρρέω. Κατά τον μεσαίωνα όμως αποκάλεσαν «άστρων επιρροάς» την, κατά την τότε επικρατούσα αντίληψη, εκπομπή ρευστών από τα άστρα στη Γη. Από αυτή τη χρήση τής λέξεως στην αστρολογία προήλθε περί τον 15ο αιώνα η γνωστή μτφ. σημ. τής λέξεως «επίδραση, επιρροή», η οποία πρωτοαπαντά στις νεώτερες ευρωπαϊκές γλώσσες
πρβλ. γαλλ. influence (< influer < λατ. influere, influo < in + fluo «ρέω»), αγγλ. influence. To ελλ. επιρροή, με τη σημερινή σημ., είναι, επομένως, αντιδάνεια λέξη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐπιρροῇ — ἐπιρροή afflux fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροή — afflux fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρροή — η 1. επίδραση, επενέργεια, επήρεια. 2. κύρος, προσωπική επιβολή, δύναμη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιρροαῖς — ἐπιρροή afflux fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροαῖσι — ἐπιρροή afflux fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροαῖσιν — ἐπιρροή afflux fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροαί — ἐπιρροή afflux fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροᾶς — ἐπιρροή afflux fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροῆς — ἐπιρροή afflux fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιρροήν — ἐπιρροή afflux fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”